ΕΦΛΑΡΙΣ 258/2012.Πρόεδρος: Ναπολέων Ζούκας Εισηγήτρια:
Τρανή Κυριακίδου Δικηγόροι: Νικήτας Κουκουζέλης,Κων. Γκατζιώνης.-Λήψη υπόψη του
δεδικασμένου αυτεπάγγελταΤρανή Κυριακίδου Δικηγόροι: Νικήτας Κουκουζέλης,Κων. Γκατζιώνης.-Λήψη υπόψη του
σε κάθε στάση της δίκης.
Ταυτότητα ιστορικής αιτίας όταν
τα περιστατικά με την ίδια νομική δ/ξηστηρίζουν και τη μεταγενέστερη
αγωγή. Ταυτότητα νομικής αιτίας επί θεμελίωσης στον ίδιο νομικό κανόνα.Δεδικασμένο
και από εσφαλμένη απόφαση.
τα περιστατικά με την ίδια νομική δ/ξηστηρίζουν και τη μεταγενέστερη
αγωγή. Ταυτότητα νομικής αιτίας επί θεμελίωσης στον ίδιο νομικό κανόνα.Δεδικασμένο
και από εσφαλμένη απόφαση.
Μη δεδικασμένο ως προς ιστορικές βάσεις
που μπορούσαν να στηρίξουν το δικαίωμα και αίτημα, μη προβλη θείσες με την πρώτη αγωγή και μη
που μπορούσαν να στηρίξουν το δικαίωμα και αίτημα, μη προβλη θείσες με την πρώτη αγωγή και μη
κριθείσες.
Για το δεδικασμένο λήψη υπόψη της
αιτιολογίας της απόφασης και του
λό-
λό-
γου απόρριψης.
Επί τελεσίδικης απόρριψης αγωγής
ως απαράδεκτης, ελλείψει διαδικα-
στικής προϋπόθεσης όπως η δικαιο-
δοσία, το δεδικασμένο καταλαμβάνει
μόνο το συγκεκριμένο λόγο απόρρι-
ψης.
Αν το δικαστήριο παραλείψει να
δι-
δι-
κάσει επί αγωγικού αιτήματος,
τούτο
τούτο
θεωρείται σιωπηρά απορριφθέν και
δημιουργείται δεδικασμένο.
Ανυπόστατο ένδικο μέσο αν δεν
λάβει
λάβει
χώρα εμπρόθεσμα τόσο η κατάθεση
Δικογραφία 2013 21
στη γραμματεία του εκδόσαντος την
προσβαλλόμενη απόφαση δικαστη-
ρίου, όσο και η σύνταξη έκθεσης
στο
στο
οικείο βιβλίο.
Άνευ επιρροής για την τελεσιδικία
η
η
ασκηθείσα εκπρόθεσμα ή μη προση-
κόντως ανακοπή ερημοδικίας ή έφε-
ση.
{…} Από τις διατάξεις των άρθρων
321,
321,
322, 324 και 331 ΚΠολΔ προκύπτει
ότι οι
ότι οι
τελεσίδικες αποφάσεις των
πολιτικών δι-
πολιτικών δι-
καστηρίων, δηλαδή εκείνες που δεν
μπο-
μπο-
ρούν να προσβληθούν με τα τακτικά
ένδι-
ένδι-
κα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας
και της
και της
έφεσης, παράγουν δεδικασμένο, το
οποίο
οποίο
δεσμεύει τόσο τους διαδίκους
(καθώς και
(καθώς και
πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα
325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα
δικαστήρια,
δικαστήρια,
τα οποία δεν μπορούν να
επανακρίνουν
επανακρίνουν
ότι έχει ήδη κριθεί, χάριν του
δημόσιου
δημόσιου
συμφέροντος και προς αποφυγήν
έκδοσης
έκδοσης
αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των
ίδιων
ίδιων
διαδίκων για την ίδια διαφορά.
Κατά δε το
Κατά δε το
άρθρο 324 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο
υπάρ-
υπάρ-
χει μεταξύ των ιδίων προσώπων με
την
την
ίδια ιδιότητα παρισταμένων, μόνο
για το δι-
για το δι-
καίωμα που κρίθηκε και εφόσον
πρόκειται
πρόκειται
για το ίδιο αντικείμενο και για
την ίδια ιστο-
την ίδια ιστο-
ρική και νομική αιτία. Ταυτότητα
ιστορικής
ιστορικής
αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια
πραγματικά πε-
πραγματικά πε-
ριστατικά που συγκρότησαν την
ιστορική
ιστορική
βάση της πρώτης αγωγής και με την
ίδια
ίδια
νομική διάταξη στηρίζουν και τη
μεταγε-
μεταγε-
νέστερη αγωγή. Ενώ η ταυτότητα
της νο-
της νο-
μικής αιτίας προϋποθέτει
θεμελίωση των
θεμελίωση των
δύο αγωγών στο ίδιο νομικό
γεγονός (νο-
γεγονός (νο-
μικό κανόνα) που αφορά τη
συγκεκριμένη
συγκεκριμένη
έννομη σχέση (ΑΠ 1550/10 Νόμος).
Από
Από
τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται
ακόμη ότι
ακόμη ότι
το δεδικασμένο, το οποίο κατά το
άρθρο
άρθρο
332 του Κώδικα αυτού λαμβάνεται
υπόψη
υπόψη
και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση
της δί-
της δί-
κης, καλύπτει - ως ενιαίο όλο -
ολόκληρο
ολόκληρο
το δικανικό συλλογισμό, βάσει του
οποίου
οποίου
το δικαστήριο κατέληξε στην
αναγνώριση
αναγνώριση
της επίδικης έννομης σχέσης.
Συγκεκριμέ-
Συγκεκριμέ-
να, καλύπτει όχι μόνον το κριθέν
δικαίω-
δικαίω-
μα (την έννομη σχέση που
διαγνώσθηκε),
διαγνώσθηκε),
αλλά και την ιστορική αιτία που
έγινε δεκτή
έγινε δεκτή
από την απόφαση, υπό την έννοια
των πε-
των πε-
ριστατικών που ήταν αναγκαία για
τη διά-
τη διά-
γνωση της έννομης σχέσης, καθώς
και τη
και τη
νομική αιτία, δηλαδή το νομικό
χαρακτηρι-
χαρακτηρι-
σμό που το δικαστήριο έδωσε στα
πραγ-
πραγ-
ματικά περιστατικά, υπάγοντάς τα
στην οι-
στην οι-
κεία διάταξη νόμου (ΕφΘεσ 1025/06
Αρμ
Αρμ
2006. 905, ΕφΛαρ 323/01 Δικογρ.
2002.
2002.
185). Εξάλλου, σύμφωνα με τις ως
άνω
άνω
διατάξεις των άρθρων 322 παρ. 1
και 324
και 324
ΚΠολΔ, το δεδικασμένο, το οποίο
παράγε-
παράγε-
ται και από εσφαλμένη δικαστική
απόφαση
απόφαση
(ολΑΠ 1/05 Δνη 2005. 377, ΑΠ
111/08 Δνη
111/08 Δνη
2009. 712, ΑΠ 1069/06 Δνη 2006.
1364,
1364,
ΑΠ 1061/06 Δνη 2006. 1365), αφορά
το
το
δικαίωμα που είχε προβληθεί με
την αγω-
την αγω-
γή, με βάση την επικληθείσα
συγκεκριμένη
συγκεκριμένη
ιστορική και τη συνακόλουθη
νομική αιτία,
νομική αιτία,
ενώ δεν γεννάται δεδικασμένο ως
προς
προς
άλλες ιστορικές βάσεις που θα
ήταν δυ-
ήταν δυ-
νατό να στηρίξουν το επίδικο
δικαίωμα και
δικαίωμα και
το ίδιο αγωγικό αίτημα, οι
οποίες, όμως,
οποίες, όμως,
δεν είχαν προβληθεί με την αγωγή
και επί
και επί
των οποίων, επομένως, το
δικαστήριο δεν
δικαστήριο δεν
έκρινε. Η βάση επί της οποίας το
δικαστή-
δικαστή-
ριο ήδη αποφάσισε κρίνεται (πέραν
της
της
επισκόπησης του δικογράφου της
αγω-
αγω-
γής) από την ίδια την απορριπτική
απόφα-
απόφα-
22 Δικογραφία 2013
ση, διότι αυτή αξιολόγησε
αναγκαίως την
αναγκαίως την
αγωγή, επί της οποίας έκρινε, και
αποφάν-
αποφάν-
θηκε επί της ιστορικής αιτίας
της, η δε επ’
της, η δε επ’
αυτής κρίση της παράγει
δεδικασμένο, η
δεδικασμένο, η
έκταση του οποίου καθορίζεται από
την
την
αιτιολογία της απόρριψης.
Προκειμένου,
Προκειμένου,
συνεπώς, να εξετασθεί αν
υφίσταται από
υφίσταται από
προηγηθείσα τελεσίδικη απόφαση
δεδι-
δεδι-
κασμένο, το οποίο κωλύει την
έρευνα του
έρευνα του
ήδη με νέα αγωγή φερόμενου προς
κρίση,
κρίση,
με βάση ορισμένη ιστορική αιτία,
αιτήμα-
αιτήμα-
τος, θα ληφθεί υπόψη και η
αιτιολογία της
αιτιολογία της
πρώτης απόφασης, όσον αφορά την
ιστο-
ιστο-
ρική αιτία, για την οποία έκρινε,
καθώς και
καθώς και
ο λόγος της απόρριψης (ολΑΠ 15/98
Δνη
Δνη
1998. 303, ΑΠ 1661/08 ΕΦΑΔ 2008.
1238,
1238,
ΑΠ 759/06 ΑρχΝ 2006. 786, ΑΠ
77/07 και
77/07 και
ΑΠ 1061/02 Νόμος).
Περαιτέρω, το δεδικασμένο
εκτείνεται
εκτείνεται
και επί του κριθέντος οριστικά
δικονομι-
δικονομι-
κού ζητήματος (άρθρο 322 παρ. 1
εδ. β’
εδ. β’
ΚΠολΔ). Ως δικονομικό ζήτημα
νοείται
νοείται
κυρίως η απόρριψη της αγωγής ως
απα-
απα-
ράδεκτης, ελλείψει μιας ή
περισσότερων
περισσότερων
διαδικαστικών προϋποθέσεων, στις
οποί-
οποί-
ες περιλαμβάνεται και η
δικαιοδοσία του
δικαιοδοσία του
δικάζοντος δικαστηρίου. Η απόφαση
που
που
απορρίπτει την αγωγή ως
απαράδεκτη δεν
απαράδεκτη δεν
λύνει το ζήτημα αν υπάρχει ή όχι
το ουσια-
το ουσια-
στικό δικαίωμα, του οποίου έγινε
επίκληση,
επίκληση,
αλλά η δέσμευση από το
δεδικασμένο της
δεδικασμένο της
καταλαμβάνει μόνον το
συγκεκριμένο λόγο
συγκεκριμένο λόγο
απόρριψης, υπό την έννοια ότι, αν
εγερθεί
εγερθεί
νέα αγωγή, όμοια προς την
προηγούμενη,
προηγούμενη,
δηλαδή αγωγή που εμφανίζει την
ίδια δι-
ίδια δι-
κονομική έλλειψη, το δικαστήριο
που επι-
που επι-
λαμβάνεται εκ νέου θα την
απορρίψει ως
απορρίψει ως
απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου
περί την
περί την
έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής
προϋ-
προϋ-
πόθεσης, χωρίς να ερευνήσει αν
ορθώς ή
ορθώς ή
εσφαλμένως έκρινε το προηγούμενο
δι-
δι-
καστήριο (ολΑΠ 4/96 Δνη 1996.
1041, και
1041, και
199 ΝοΒ 1997, ΑΠ 166/10 Νόμος,
ΕφΑθ
ΕφΑθ
10641/95 Δνη 1999. 157). Εάν δε
το δικα-
το δικα-
στήριο παραλείψει να δικάσει επί
κύριου ή
κύριου ή
παρεπόμενου αιτήματος της αγωγής
από
από
παραδρομή, το αίτημα αυτό
θεωρείται ότι
θεωρείται ότι
απορρίφθηκε σιωπηρά και
δημιουργείται
δημιουργείται
μετά την τελεσιδικία της απόφασης
δεδικα-
δεδικα-
σμένο, που κωλύει το αίτημα αυτό
να κα-
να κα-
ταστεί αντικείμενο αμφισβήτησης
και νέας
και νέας
περί τούτου δίκης μεταξύ των
αυτών δια-
αυτών δια-
δίκων (ΑΠ 13/84 ΝοΒ 1985. 226,
ΕφΘεσ
ΕφΘεσ
2863/90 Αρμ 1992. 44).
Τέλος, κατά τις συνδυασμένες
διατά-
διατά-
ξεις των άρθρων 518 και 532
ΚΠολΔ, αν
ΚΠολΔ, αν
λείπει κάποια από τις
προϋποθέσεις του
προϋποθέσεις του
παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η
έφεση
έφεση
δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα, το
δικαστήριο
δικαστήριο
την απορρίπτει ως απαράδεκτη και
αυ-
αυ-
τεπαγγέλτως (ΕφΘεσ 987/99 Αρμ
2000.
2000.
246). Εξάλλου, για να ολοκληρωθεί
η
η
άσκηση κάθε ένδικου μέσου,
απαιτείται να
απαιτείται να
λάβει χώρα εντός της
προβλεπόμενης στο
προβλεπόμενης στο
νόμο προθεσμίας τόσο η κατάθεση
του
του
δικογράφου του στη γραμματεία του
δικα-
δικα-
στηρίου που εξέδωσε την
προσβαλλόμε-
προσβαλλόμε-
νη με αυτό απόφαση, όσο και η
σύνταξη
σύνταξη
έκθεσης για την κατάθεσή του στο
σχετικό
σχετικό
βιβλίο που τηρείται στη
γραμματεία του
γραμματεία του
δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο
496
496
ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις
διατάξεις του
διατάξεις του
β.δ. 564/1968, αλλιώς το ένδικο
μέσο είναι
μέσο είναι
όχι απλώς άκυρο αλλά δικονομικά
ανυπό-
ανυπό-
στατο και δεν συνεπάγεται έννομα
αποτε-
αποτε-
λέσματα (ΑΠ 1509/06 Νόμος, ΑΠ
284/95
284/95
Δνη 1996). Η εκδήλωση της
ενέργειας
ενέργειας
του δεδικασμένου, άλλωστε,
εξαρτάται
εξαρτάται
Δικογραφία 2013 23
από την επέλευση της
τελεσιδικίας, από
τελεσιδικίας, από
την οποία η απόφαση καθίσταται
απρό-
απρό-
σβλητη με τα τακτικά ένδικα μέσα
και έχει
και έχει
δεσμευτική ισχύ. Την τελεσιδικία,
ωστό-
ωστό-
σο, της προσβαλλόμενης απόφασης
δεν
δεν
εμποδίζει το ένδικο μέσο της
ανακοπής
ανακοπής
ερημοδικίας και της έφεσης που
ασκήθηκε
ασκήθηκε
εκπροθέσμως ή μη προσηκόντως
(ΕφΑθ
(ΕφΑθ
3565/98 Δνη 1998. 1417, ΕφΑθ
9827/96
9827/96
ΝοΒ 1997. 1134 ).
Στην προκείμενη περίπτωση ο
ενάγων
ενάγων
με την υπό κρίση αγωγή του
ζήτησε, όπως
ζήτησε, όπως
προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τις
διατά-
διατά-
ξεις για τον αδικαιολόγητο
πλουτισμό, εξαι-
πλουτισμό, εξαι-
τίας της μη ύπαρξης έγκυρης
εργολαβικής
εργολαβικής
σύμβασης, συναφθείσας κατά τον
τύπο
τύπο
που απαιτεί ο νόμος, να
υποχρεωθεί ο
υποχρεωθεί ο
εναγόμενος να του καταβάλει το
ανωτέρω
ανωτέρω
ποσό των 51.210,56 Ε, καθώς και
το ποσό
το ποσό
των 9.217,90 Ε για τον οφειλόμενο
Φ.Π.Α.,
Φ.Π.Α.,
νομιμότοκα από 1.1.1997, άλλως
από την
από την
επίδοση της αγωγής. Ο ενάγων όμως
με
με
προηγούμενη και συγκεκριμένα με
τη με
τη με
αριθ. κατάθ. 212/24.12.2001 αγωγή
του
του
ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου
Πρωτοδικείου
Καρδίτσας, η οποία στρεφόταν κατά
του
του
ίδιου εναγομένου, επικαλούμενος
τα ίδια
τα ίδια
ακριβώς περιστατικά, που
αναφέρονται
αναφέρονται
και στην κρινόμενη αγωγή του,
ζητούσε
ζητούσε
να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος
να
να
του καταβάλει αμφότερα τα
προαναφερό-
προαναφερό-
μενα χρηματικά ποσά (των
51.210,56 και
51.210,56 και
9.217,90 Ε) με βάση τη συναφθείσα
μετα-
μετα-
ξύ των διαδίκων σύμβαση
αναγνώρισης
αναγνώρισης
χρέους καί επικουρικά σύμφωνα με
τις δι-
τις δι-
ατάξεις για τον αδικαιολόγητο
πλουτισμό,
πλουτισμό,
επειδή ο εναγόμενος Δήμος
πλούτισε σε
πλούτισε σε
βάρος της περιουσίας του χωρίς
νόμιμη
νόμιμη
αιτία. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε
τελεσί-
τελεσί-
δικα ως απαράδεκτη με την
προσκομιζό-
προσκομιζό-
μενη κι επικαλούμενη από τους
διαδίκους
διαδίκους
υπ’ αριθ. 48/2003 απόφαση του ως
άνω Δι-
άνω Δι-
καστηρίου, δημοσιευθείσα στις
7.5.2003,
7.5.2003,
ελλείψει δικαιοδοσίας των
πολιτικών δι-
πολιτικών δι-
καστηρίων να κρίνουν τη
συγκεκριμένη
συγκεκριμένη
διαφορά, καθώς κρίθηκε
(εσφαλμένα) ότι
(εσφαλμένα) ότι
υπαγόταν στα τακτικά διοικητικά
δικαστή-
δικαστή-
ρια, όπως, άλλωστε, προκύπτει από
την
την
ίδια την αιτιολογία της
απορριπτικής από-
απορριπτικής από-
φασης, τόσο ως προς την παραπάνω
κύ-
κύ-
ρια, όσο και ως προς την
επικουρική βάση
επικουρική βάση
της, που στηριζόταν κατά τα
ανωτέρω στις
ανωτέρω στις
διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ,
ενό-
ενό-
ψει του ότι η σιωπηρή απόρριψη
της τε-
της τε-
λευταίας (επικουρικής βάσης)
δημιουργεί
δημιουργεί
δεδικασμένο, το οποίο κωλύει την
επανε-
επανε-
ξέταση της βάσης αυτής, όπως
εκτέθηκε
εκτέθηκε
αναλυτικά στη μείζονα πρόταση της
πα-
πα-
ρούσας. Η εν λόγω απορριπτική
απόφα-
απόφα-
ση, κατά τις ομολογίες των
διαδίκων, δεν
διαδίκων, δεν
επιδόθηκε ποτέ στον ηττηθέντα
ενάγοντα,
ενάγοντα,
ώστε να αρχίσει να τρέχει η
προθεσμία του
προθεσμία του
άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προς
άσκηση
άσκηση
έφεσης κατ’ αυτής, και, συνεπώς,
κατέστη
κατέστη
τελεσίδικη με μόνη την παρέλευση
της
της
προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ.
2
2
ΚΠολΔ τριετούς προθεσμίας προς
άσκη-
άσκη-
ση της έφεσης, η οποία επέφερε
έτσι έκ-
έτσι έκ-
πτωση από το σχετικό δικαίωμα
άσκησης
άσκησης
αυτού του ένδικου μέσου κατ’
άρθρο 151
άρθρο 151
ΚΠολΔ (ΑΠ 215/89 Δνη 1990. 1429),
παρά
παρά
την από μέρους του ενάγοντος
άσκηση
άσκηση
της υπ’ αριθ. 130/28.8.2006
εκπρόθεσμης
εκπρόθεσμης
έφεσής του κατά της παραπάνω
πρωτόδι-
πρωτόδι-
κης απόφασης, η οποία, όμως, λόγω
του
του
εκπροθέσμου της, αφού ασκήθηκε
μετά
μετά
την πάροδο τριών ετών από τη
δημοσί-
δημοσί-
ευση της εκκαλουμένης (7.5.2003),
δεν
δεν
24 Δικογραφία 2013
κωλύει την επέλευση της
τελεσιδικίας σύμ-
τελεσιδικίας σύμ-
φωνα με όσα αναφέρθηκαν στην
ανωτέρω
ανωτέρω
μείζονα σκέψη. Πρέπει δε να
σημειωθεί ότι
σημειωθεί ότι
σε κάθε περίπτωση η άνω
εκπρόθεσμη
εκπρόθεσμη
έφεση θεωρείται ως μη ασκηθείσα
κατόπιν
κατόπιν
της νομότυπης παραίτησης του
ενάγοντος
ενάγοντος
από το δικόγραφο αυτής (άρθρα
294, 295
294, 295
297 και 299 ΚΠολΔ), η οποία έλαβε
χώρα
χώρα
με την από 10.10. 2007 δήλωση
παραί-
παραί-
τησης του πληρεξούσιου δικηγόρου
του,
του,
που επιδόθηκε στον ως άνω
εναγόμενο
εναγόμενο
στις 11.10.2007 (βλ. την
προσκομιζόμενη
προσκομιζόμενη
με επίκληση από τον ενάγοντα υπ’
αριθ.
αριθ.
…/11.10.2007 έκθεση επίδοσης του
δικα-
δικα-
στικού επιμελητή Σ. Μ.),
δεδομένου ότι η
δεδομένου ότι η
υποβολή αυτής (παραίτησης)
ενώπιον του
ενώπιον του
Δικαστηρίου δεν είναι απαραίτητη
(OλΑΠ
(OλΑΠ
473/83 ΝοΒ 1984. 50, ΕφΑθ 5821/98
Δνη
Δνη
1998. 1643).
Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει
ότι, εφόσον πρόκειται για διαφορά
μεταξύ
μεταξύ
των ιδίων διαδίκων με την ίδια
ιδιότητα πα-
ιδιότητα πα-
ρισταμένων, που θεμελιώνεται και
στις δύο
στις δύο
αγωγές στα ίδια πραγματικά
περιστατικά
περιστατικά
(ιστορική αιτία), υπαγόμενα στον
ίδιο κα-
ίδιο κα-
νόνα δικαίου του άρθρου 904 ΑΚ
(νομική
(νομική
αιτία), και περιέχει το ίδιο
αίτημα, υφίστα-
αίτημα, υφίστα-
ται δεδικασμένο ως προς το κριθέν
ζήτημα
ζήτημα
της έλλειψης δικαιοδοσίας των
πολιτικών
πολιτικών
δικαστηρίων για την εκδίκαση της
προκεί-
προκεί-
μενης υπόθεσης, το οποίο παρήχθη
από
από
την προαναφερόμενη με αριθμό
48/2003
48/2003
τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Καρδίτσας,
ανεξαρτήτως
ανεξαρτήτως
από την ορθή ή εσφαλμένη κρίση
του ως
του ως
προς το συγκεκριμένο δικονομικό
ζήτημα.
ζήτημα.
Το άνω δεδικασμένο αποτελεί
αρνητική δι-
αρνητική δι-
αδικαστική προϋπόθεση, που
λαμβάνεται
λαμβάνεται
υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το
Δικα-
Δικα-
στήριο και εμποδίζει την εκ νέου
έρευνα
έρευνα
της ένδικης αγωγής.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστή-
ριο, το οποίο έκρινε ομοίως και
απέρρι-
απέρρι-
ψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω
δε-
δε-
δικασμένου, ορθώς το νόμο
ερμήνευσε
ερμήνευσε
και εφάρμοσε και επομένως δεν
έσφαλε,
έσφαλε,
παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει
ο εκκα-
ο εκκα-
λών με τους σχετικούς λόγους της
εφέσε-
εφέσε-
ώς του, οι οποίοι πρέπει ν’
απορριφθούν
απορριφθούν
ως αβάσιμοι, όπως και η κρινόμενη
έφεση
έφεση
στο σύνολό της…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.